Ἄλλο ἐγώ
πάρεξ τὸ θυμάρι στὴν καρφῖδα τοῦ ἥλιου δέν ἐγνώρισα
- καὶ πάρεξ
τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ στ' ἄκοπα γένια μου δέν ἔνιωσα,
- μὰ τραχύ τὸ μάγουλο ἔθεσα στὸ τραχύτερο τῆς πέτρας
αἰῶνες κ’ αἰῶνες.
- Ἐκοιμήθηκα πάνω στὴν ἔγνοια τῆς αὐριανῆς ἡμέρας
ὅπως ὁ στρατιώτης ἐπάνω στὸ ντουφέκι του.
- Καὶ τὰ ἐλέη τῆς νύχτας ἐρεύνησα
ὅπως ὁ ἀσκητής τὸ Θεό του.
- Ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα μου ἔδεσαν διαμάντι
καὶ στὰ κρυφά μοῦ ἀντικαταστήσανε
- τὴν παρθένα τοῦ βλέμματος.
Ἐζυγίσανε τὴ χαρά μου καὶ τὴ βρήκανε, λέει, μικρή
- καὶ τὴν πατήσανε χάμου σὰν ἔντομο.
Τὴ χαρά μου χάμου πατήσανε καὶ στὴν πέτρα μέσα τὴν κλείσανε
- καὶ στερνά τὴν πέτρα μοῦ ἀφήσανε,
τρομερή ζωγραφιά μου.
- Μὲ πελέκι βαρύ τὴ χτυποῦν, μὲ σκαρπέλο σκληρό τὴν τρυποῦν,
μὲ καλέμι πικρό τὴ χαράζουν, τὴν πέτρα μου.
- Κι ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός, τόσο βγαίνει πιό καθαρός
ὁ χρησμός ἀπ' τὴν ὄψη μου:
- - ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
- - ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, Ἂξιον Ἐστί
Φωτογραφία, Χλόη
πάρεξ τὸ θυμάρι στὴν καρφῖδα τοῦ ἥλιου δέν ἐγνώρισα
- καὶ πάρεξ
τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ στ' ἄκοπα γένια μου δέν ἔνιωσα,
- μὰ τραχύ τὸ μάγουλο ἔθεσα στὸ τραχύτερο τῆς πέτρας
αἰῶνες κ’ αἰῶνες.
- Ἐκοιμήθηκα πάνω στὴν ἔγνοια τῆς αὐριανῆς ἡμέρας
ὅπως ὁ στρατιώτης ἐπάνω στὸ ντουφέκι του.
- Καὶ τὰ ἐλέη τῆς νύχτας ἐρεύνησα
ὅπως ὁ ἀσκητής τὸ Θεό του.
- Ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα μου ἔδεσαν διαμάντι
καὶ στὰ κρυφά μοῦ ἀντικαταστήσανε
- τὴν παρθένα τοῦ βλέμματος.
Ἐζυγίσανε τὴ χαρά μου καὶ τὴ βρήκανε, λέει, μικρή
- καὶ τὴν πατήσανε χάμου σὰν ἔντομο.
Τὴ χαρά μου χάμου πατήσανε καὶ στὴν πέτρα μέσα τὴν κλείσανε
- καὶ στερνά τὴν πέτρα μοῦ ἀφήσανε,
τρομερή ζωγραφιά μου.
- Μὲ πελέκι βαρύ τὴ χτυποῦν, μὲ σκαρπέλο σκληρό τὴν τρυποῦν,
μὲ καλέμι πικρό τὴ χαράζουν, τὴν πέτρα μου.
- Κι ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός, τόσο βγαίνει πιό καθαρός
ὁ χρησμός ἀπ' τὴν ὄψη μου:
- - ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
- - ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, Ἂξιον Ἐστί
Φωτογραφία, Χλόη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου