Εἶναι τὰ μάτια
ἀστέρευτα
σὰν τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα
ποὺ μ`ἐρωτεύτηκε,
ὅταν ἀμούστακο
μπαρκάρισα παιδὶ
λατρεύοντας μία μοῖρα
ποὺ ἔσφαλλα
σὰν νόμισα ὅτι ὁρίζω.
σὰν τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα
ποὺ μ`ἐρωτεύτηκε,
ὅταν ἀμούστακο
μπαρκάρισα παιδὶ
λατρεύοντας μία μοῖρα
ποὺ ἔσφαλλα
σὰν νόμισα ὅτι ὁρίζω.
Μὰ ἦταν ξένοιαστα
αὐτὰ τὰ χρόνια,
τότε ποὺ μοναδική
μου ἔννοια, ἦταν
τὰ σκέλια μιᾶς πουτάνας
καὶ ἡ ρότα τοῦ καραβιοῦ
ποὺ μ`ἀρμένιζε,
μὲς στὸν ἀψὺ ἀγέρα τοῦ πελάγου.
Δὲν ἦταν εὔκολα τὰ χρόνια ἐκεῖνα,
καὶ εἶναι τὸ σκαμμένο πρόσωπο,
τὸ λιοκαμένο
καὶ τὸ βλέμμα τὸ τραχύ,
ποὺ φανερώνουν
τὶς ἀναμετρήσεις μὲ τὸ θάνατο,
ὅταν λυσσομανοῦσε νὰ μ`ἀρπάξει
μὲ τὰ ὑγρά του χέρια.
μὲ τὰ ὑγρά του χέρια.
Μὰ τώρα, ὕστερα,
ἀνασκαλεύοντας
τὶς ἀναμνήσεις,
ἀναριγῶ
σὰν τὶς πρωτόπειρες
φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
ποὺ νιώθουν
τὸ τελείωμα ἑνὸς κύκλου.
Γιατί, λήγει ὁ κύκλος
αὐτὴν τὴν ὥρα τὴν στερνὴ
ποὺ τὸ μάτι
δὲν συναντᾶ στεριὰ
καὶ τὸ μόνο ποὺ μὲ χωρίζει
ἀπὸ τὸν θάνατο,
εἶναι τὸ σπασμένο
κεντρικὸ κατάρτι
ποὺ μὲ ἐξάντληση
σφίγγομαι πάνω του.
Ἄχ Θάλασσα…!
Χλόη, 23/7/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου